προδιιδροῦται

προδιιδροῦται
προδιιδρόομαι
exude before
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προδιιδρούμαι — όομαι, Α αποβάλλω κάτι με τον ιδρώτα ή με τη μορφή ιδρώτα προηγουμένως («προδιιδροῡται τις ἰχὼρ λεπτὸς ἐκ τοῡ πύου», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διιδρῶ «ιδρώνω πολύ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”